ἐνηρεμήσας

ἐνηρεμήσας
ἐνηρεμήσᾱς , ἐνηρεμέω
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενηρεμώ — ἐνηρεμῶ, έω (Α) [ηρεμώ] ηρεμώ, ησυχάζω, αναπαύομαι σε κάποιο τόπο ή χρόνο («ὁ δὲ τῆς νυκτός τὸ πλεῑστον ἐνηρεμήσας», Ηλιοδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”